ολιγοσύλλαβος

ολιγοσύλλαβος
-η, -ο (ΑΜ ὀλιγοσύλλαβος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από λίγες συλλαβές («ὀλιγοσύλλαβος γραφή», Κ. Μανασσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ολιγοσύλλαβο(ν)
το να έχει μία λέξη λίγες συλλαβές, η ολιγοσυλλαβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + συλλαβή (πρβλ. πολυ-σύλλαβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγοσύλλαβον — ὀλιγοσύλλαβος of few syllables masc/fem acc sg ὀλιγοσύλλαβος of few syllables neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοσυλλαβώτερα — ὀλιγοσύλλαβος of few syllables neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοσύλλαβα — ὀλιγοσύλλαβος of few syllables neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοσυλλαβία — η (ΑΜ ὀλιγοσυλλαβία) [ολιγοσύλλαβος] το να έχει μία λέξη ή φράση λίγες συλλαβές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”